- άχολος
- Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821.
1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ, ως αρχηγός ενός σώματος Ηλείων.
2. Χριστόδουλος. Αδελφός του προηγούμενου. Με αρχηγό τον Χαράλαμπο Βιλαέτη πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Αργότερα έγινε μέλος της πελοποννησιακής γερουσίας και πληρεξούσιος στις συνελεύσεις της Επιδαύρου και του Άστρους. Σκοτώθηκε στην Αγουλινίτσα για τοπικές διαφορές.
* * *-η, -ο (Α ἄχολος, -ον) [χόλος]1. αυτός που δεν έχει χολή2. όποιος δεν οργίζεται εύκολα, πράος, ήρεμοςνεοελλ.άκακος, αθώος («άχολο περιστέρι»)αρχ.1. εκείνος που εμποδίζει την υπερβολική έκκριση χολής2. αυτός που καταπραΰνει τον θυμό («φάρμακον.... νηπενθές τ' ἄχολόν τε», Όμ.).
Dictionary of Greek. 2013.